- μετασεύομαι
- μετασεύομαι και επικ. τ. μετασσεύομαι (Α)1. σπεύδω μετά από κάποιον ή πίσω από κάποιον, συνοδεύω κάποιον με σπουδή ή παρακολουθώ κάποιον σπεύδοντας («πολλαὶ δὲ μετεσσεύοντο γεραιαί», Ομ. Ιλ.)2. τρέχω ή ορμώ εναντίον κάποιου ή πίσω από κάποιον, καταδιώκω, εφορμώ3. ορμώ ή σπεύδω προς τα πίσω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + σεύομαι «ορμώ»].
Dictionary of Greek. 2013.